- λοιμώξαντες
- λοιμώσσωto have the plagueaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοιμώσσω — λοιμώσσω, αττ.τ. λοιμώττω (Α) [λοιμός] πάσχω από λοιμό («τῶν τειχῶν... ἐν οἷς οἱ τότε λοιμώξαντες ᾤκησαν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + επίθημα ώσσω, δηλωτικό ρ. ασθένειας (πρβλ. λαιμ ώσσω, μαιμ ώσσω)] … Dictionary of Greek